ηλεκτρομηχανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα που εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς 2. χαρακτηρισμός διατάξεων και ελέγχου μιας συσκευής, όταν η διάταξη αποτελείται από ένα σύνολο μηχανικών μερών που οι κινήσεις τους, σε συνδυασμό με… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek
μορφοτροπέας — ο (ηλεκτρ.) ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία μπορεί να δέχεται ενέργεια από εναλλασσόμενο ρεύμα και να τή μετασχηματίζει σε μηχανική ή ακουστική ισχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. transducteur] … Dictionary of Greek
πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… … Dictionary of Greek
προεπιλογέας — ο, Ν τηλεπ. ηλεκτρομηχανική ή ηλεκτρονική διάταξη επιλογής που συνδέεται με τη γραμμή τού συνδρομητή, ο οποίος κάνει την κλήση, και έχει προορισμό να συνδέει τη γραμμή αυτή με οποιοδήποτε ελεύθερο όργανο επιλογής … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
χρονοδιακόπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) αυτόματη, ηλεκτρομηχανική συνήθως, διάταξη, κατάλληλη για τη διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + διακόπτης, απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου,… … Dictionary of Greek
Στουτγάρδη — (Stuttgart). Πόλη (570.699 κάτ.) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, πρωτεύουσα του κρατίδιου Μπάντεν Βύρτεμπεργκ (35.751 τ. χλμ., 9.618.696 κάτ.). Βρίσκεται πάνω στο Νέκαρ, παραπόταμο του Ρήνου, σε ελαφρά λοφώδη περιοχή που έχει ακόμα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομηχανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα, το οποίο εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς. 2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανικός μηχανικός ηλεκτρολόγος. 3. το θηλ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανική η επιστήμη των εφαρμογών του ηλεκτρισμού και της μηχανικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)